ἐξευτελίσω

ἐξευτελίσω
ἐξευτελίζω
reduce
aor subj act 1st sg
ἐξευτελίζω
reduce
fut ind act 1st sg
ἐξευτελίζω
reduce
aor subj act 1st sg
ἐξευτελίζω
reduce
fut ind act 1st sg
ἐξευτελίζω
reduce
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἐξευτελίζω
reduce
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντατιμάζω — ἀντατιμάζω (Α) τιμωρώ κάποιον για να τον εξευτελίσω …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • ράμμα — το / ῥάμμα, ΝΜΑ νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.) νεοελλ. 1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”